- ῥάμφη
- ῥάμφοςcrooked beakneut nom/voc/acc pl (attic epic doric)ῥάμφοςcrooked beakneut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ῥαμφή — hooked knife fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ραμφή — ἡ, Α 1. κυρτό μαχαίρι ή ξίφος 2. (κατά τον Ησύχ.) «ῥάμφος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. τού ῥάμφος] … Dictionary of Greek
ελεγκτήρας — Όργανο μέτρησης που στη μηχανουργική τεχνολογία χρησιμεύει για τον γρήγορο έλεγχο των διαστάσεων των κατεργάσιμων τεμαχίων. Οι ε. έχουν διάφορες μορφές, ανάλογα με τα τεμάχια που προορίζονται να μετρήσουν. Διακρίνονται σε σταθερούς (για τον… … Dictionary of Greek
επιπολή — η (AM ἐπιπολή) 1. η επιφάνεια, το πάνω μέρος ενός πράγματος, απανωσιά 2. (γεν. ως επίρρ.) επιπολής επιφανειακά, στην επιφάνεια, πάνω πάνω (α. «ως να εβουτούσαν τα ράμφη επιπολής τού κύματος», Παπαδιαμ. β. «ἐπιπολῆς πεφυτευμένα», Ξεν.) 3. «ἐξ… … Dictionary of Greek
μακροσκελόρραμφοι — μακροσκελόρραμφοι, οἱ (Μ) (για τους γερανούς) αυτοί που έχουν μακριά σκέλη και ράμφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο) * + σκέλος + ράμφος] … Dictionary of Greek
ῥαμφάς — ῥαμφά̱ς , ῥαμφή hooked knife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
u̯er-3: B. u̯er-b- and u̯er-bh- (*su̯erkʷ-) — u̯er 3: B. u̯er b and u̯er bh (*su̯erkʷ ) English meaning: to turn, bend Deutsche Übersetzung: “drehen, biegen” Material: Gk. ῥάμνος “a kind of briar, Rhamnus paliurus L.” (*ῥαβ νος, *u̯r̥b nos), ῥάβδος “rod, Gerte, staff”, Eol.… … Proto-Indo-European etymological dictionary